Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scialàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ʃaˈlare]

1 διασκορπώ (χρήμα)
2 διασπαθίζω
3 καταδαπανώ
4 καταξοδεύω
5 ασωτεύω
6 κατασπαταλώ
7 ξεκοκαλίζω (περιουσία)
8 κατατρώγω (περιουσία)
9 σπαταλώ
10 κατασκορπίζω
11 αφανίζω (περιουσία)
12 κατασωτεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scialagogo scialatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scialacquatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scialacquio (ουσ αρσ )
scialacquo (ουσ αρσ )
scialacquone (ουσ αρσ )
scialagogo (επίθ.)
scialare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scialatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scialbare (ρ. μτβ.)
scialbatura (θηλ.ουσ)
scialbo (αρσ. επίθ και ουσ)
scialbore (ουσ αρσ )
scialle (ουσ αρσ )
scialo (ουσ αρσ )
scialografia (θηλ.ουσ)
scialone (αρσ. επίθ και ουσ)
scialorrea (θηλ.ουσ)
scialuppa (θηλ.ουσ)
sciamanico (επίθ.)
sciamannare (ρ. μτβ.)
sciamano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---