Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscialacquatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ʃalakkwaˈtore] 1 άσωτος άνθρωπος 2 σπάταλος 3 σκορποχέρης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |