Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scialacquàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃalakˈkware]

1 πετώ (χρήματα)
2 σκορπίζω (χρήματα)
3 τρώγω (χρήματα)
4 ξοδεύω άμετρα
5 δαπανώ
6 σπαταλώ
7 ξοδεύω ασυλλόγιστα
8 καταναλώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scialacquamento scialacquatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sciagura (θηλ.ουσ)
sciagurataggine (θηλ.ουσ)
sciaguratamente (επίρ.)
sciagurato (επίθ.)
scialacquamento (ουσ αρσ )
scialacquare (ρ. μτβ.)
scialacquatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scialacquio (ουσ αρσ )
scialacquo (ουσ αρσ )
scialacquone (ουσ αρσ )
scialagogo (επίθ.)
scialare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scialatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scialbare (ρ. μτβ.)
scialbatura (θηλ.ουσ)
scialbo (αρσ. επίθ και ουσ)
scialbore (ουσ αρσ )
scialle (ουσ αρσ )
scialo (ουσ αρσ )
scialografia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---