ItalianoGreco


scialatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃalaˈtore]

1 πολυδάπανος άνθρωπος
2 σκορποχέρης
3 σπάταλος άνθρωπος
4 σκορπαλευράς
5 ανοιχτοχέρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---