Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scialatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃalaˈtore]

1 πολυδάπανος άνθρωπος
2 σκορποχέρης
3 σπάταλος άνθρωπος
4 σκορπαλευράς
5 ανοιχτοχέρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scialare scialbare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scialacquio (ουσ αρσ )
scialacquo (ουσ αρσ )
scialacquone (ουσ αρσ )
scialagogo (επίθ.)
scialare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scialatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scialbare (ρ. μτβ.)
scialbatura (θηλ.ουσ)
scialbo (αρσ. επίθ και ουσ)
scialbore (ουσ αρσ )
scialle (ουσ αρσ )
scialo (ουσ αρσ )
scialografia (θηλ.ουσ)
scialone (αρσ. επίθ και ουσ)
scialorrea (θηλ.ουσ)
scialuppa (θηλ.ουσ)
sciamanico (επίθ.)
sciamannare (ρ. μτβ.)
sciamano (ουσ αρσ )
sciamare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---