Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsciàcquo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʃakkwo] 1 διάλυμα πλύσης στόματος 2 στοματικό διάλυμα 3 ξέβγαλμα του στόματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |