Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sciàcquo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃakkwo]

1 διάλυμα πλύσης στόματος
2 στοματικό διάλυμα
3 ξέβγαλμα του στόματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sciacquio sciacquone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sciacquadita (ουσ αρσ )
sciacquare (ρ. μτβ.)
sciacquata (θηλ.ουσ)
sciacquatura (θηλ.ουσ)
sciacquio (ουσ αρσ )
sciacquo (ουσ αρσ )
sciacquone (ουσ αρσ )
sciaguattare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sciagura (θηλ.ουσ)
sciagurataggine (θηλ.ουσ)
sciaguratamente (επίρ.)
sciagurato (επίθ.)
scialacquamento (ουσ αρσ )
scialacquare (ρ. μτβ.)
scialacquatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scialacquio (ουσ αρσ )
scialacquo (ουσ αρσ )
scialacquone (ουσ αρσ )
scialagogo (επίθ.)
scialare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---