Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsciacquìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʃakˈkwio] 1 ανάδευση 2 ξέβγαλμα 3 ξέβγασμα 4 ξέπλυμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |