Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsciacquatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʃakkwaˈtura] 1 απόνερα πλυσίματος 2 απόπλυμα 3 ξέπλυμα 4 ξέβγασμα 5 ξέβγαλμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |