Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsciabolatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ʃabolaˈtore] 1 ρομφαιοφόρος 2 χαντζάρας 3 ξιφομάχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |