Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schizofrènico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [skiddzoˈfrɛniko]

1 σχιζοφρενής
2 σχιζοφρενικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schizofrenia schizogenesi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schivare (ρ. μτβ.)
schivata (θηλ.ουσ)
schivo (αρσ. επίθ και ουσ)
schizofita (θηλ.ουσ)
schizofrenia (θηλ.ουσ)
schizofrenico (αρσ. επίθ και ουσ)
schizogenesi (θηλ.ουσ)
schizoide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
schizoidia (θηλ.ουσ)
schizomania (θηλ.ουσ)
schizomiceti (ουσ αρσ πληθ.)
schizotimia (θηλ.ουσ)
schizzare (ρ.αμτβ.)
schizzare (ρ. μτβ.)
schizzata (θηλ.ουσ)
schizzatoio (ουσ αρσ )
schizzettare (ρ. μτβ.)
schizzettata (θηλ.ουσ)
schizzetto (ουσ αρσ )
schizzinosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---