Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschiumóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skjuˈmoso], [skjuˈmozo] 1 που αφρίζει 2 αφρώδης 3 ο γεμάτος αφρούς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |