Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schivàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skiˈvabile]

αποφευκτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schiusa schivare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schiumogeno (ουσ αρσ )
schiumogeno (επίθ.)
schiumosità (θηλ.ουσ)
schiumoso (επίθ.)
schiusa (θηλ.ουσ)
schivabile (επίθ.)
schivare (ρ. μτβ.)
schivata (θηλ.ουσ)
schivo (αρσ. επίθ και ουσ)
schizofita (θηλ.ουσ)
schizofrenia (θηλ.ουσ)
schizofrenico (αρσ. επίθ και ουσ)
schizogenesi (θηλ.ουσ)
schizoide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
schizoidia (θηλ.ουσ)
schizomania (θηλ.ουσ)
schizomiceti (ουσ αρσ πληθ.)
schizotimia (θηλ.ουσ)
schizzare (ρ.αμτβ.)
schizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---