Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schiùsa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskjusa]

1 εκκόλαψη νεοσσών
2 επώαση
3 άνοιγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schiumoso schivabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schiumarola (θηλ.ουσ)
schiumogeno (ουσ αρσ )
schiumogeno (επίθ.)
schiumosità (θηλ.ουσ)
schiumoso (επίθ.)
schiusa (θηλ.ουσ)
schivabile (επίθ.)
schivare (ρ. μτβ.)
schivata (θηλ.ουσ)
schivo (αρσ. επίθ και ουσ)
schizofita (θηλ.ουσ)
schizofrenia (θηλ.ουσ)
schizofrenico (αρσ. επίθ και ουσ)
schizogenesi (θηλ.ουσ)
schizoide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
schizoidia (θηλ.ουσ)
schizomania (θηλ.ουσ)
schizomiceti (ουσ αρσ πληθ.)
schizotimia (θηλ.ουσ)
schizzare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---