Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schiumaròla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skjumaˈrɔla]

τρυπητή κουτάλα ξαφρίσματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schiumare schiumogeno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schiudere (ρ. μτβ.)
schiudersi (ρ.μ. (αντων.))
schiuma (θηλ.ουσ)
schiumare (ρ.αμτβ.)
schiumare (ρ. μτβ.)
schiumarola (θηλ.ουσ)
schiumogeno (ουσ αρσ )
schiumogeno (επίθ.)
schiumosità (θηλ.ουσ)
schiumoso (επίθ.)
schiusa (θηλ.ουσ)
schivabile (επίθ.)
schivare (ρ. μτβ.)
schivata (θηλ.ουσ)
schivo (αρσ. επίθ και ουσ)
schizofita (θηλ.ουσ)
schizofrenia (θηλ.ουσ)
schizofrenico (αρσ. επίθ και ουσ)
schizogenesi (θηλ.ουσ)
schizoide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---