Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschistosòma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skistoˈsɔma] 1 σχιστόσωμο 2 βιλαρζία 3 σχιστόσωμα (τρηματόδιο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |