Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schioccàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skjokˈkare]

1 πλαταγίζω
2 προκαλώ οξύ ήχο
3 κροταλίζω
4 κουρταλώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schino schioccata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schifosaggine (θηλ.ουσ)
schifosamente (επίρ.)
schifoso (επίθ.)
schiniere (ουσ αρσ )
schino (ουσ αρσ )
schioccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
schioccata (θηλ.ουσ)
schiocco (ουσ αρσ )
schiodare (ρ. μτβ.)
schiodatura (θηλ.ουσ)
schiomare (ρ. μτβ.)
schioppettata (θηλ.ουσ)
schioppo (ουσ αρσ )
schistosoma (ουσ αρσ )
schistosomiasi (θηλ.ουσ)
schitarrare (ρ.αμτβ.)
schitarrata (θηλ.ουσ)
schiudere (ρ. μτβ.)
schiudersi (ρ.μ. (αντων.))
schiuma (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---