Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschifóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skiˈfoso], [skiˈfozo] αηδής (-ής, -ές), βρώμικος (-ή, -ό), αηδιαστικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |