Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschìfo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskifo] η αηδία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα(φαγητό) fare schifo = είμαι χάλια! || fare schifo = προκαλώ αηδία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |