Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schìfo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskifo]

η αηδία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schifiltoso schifosaggine  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


(φαγητό) fare schifo = είμαι χάλια! || fare schifo = προκαλώ αηδία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schifiltà (θηλ.ουσ)
schifiltosamente (επίρ.)
schifiltosità (θηλ.ουσ)
schifiltoso (ουσ αρσ )
schifiltoso (επίθ.)
schifo (ουσ αρσ )
schifosaggine (θηλ.ουσ)
schifosamente (επίρ.)
schifoso (επίθ.)
schiniere (ουσ αρσ )
schino (ουσ αρσ )
schioccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
schioccata (θηλ.ουσ)
schiocco (ουσ αρσ )
schiodare (ρ. μτβ.)
schiodatura (θηλ.ουσ)
schiomare (ρ. μτβ.)
schioppettata (θηλ.ουσ)
schioppo (ουσ αρσ )
schistosoma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---