Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schifosàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skifoˈsadʤine]

1 αποκρουστικότητα
2 μίανση
3 αντιπαθητικότητα
4 αποστροφή
5 κακοήθεια
6 αθλιότητα
7 βρομερότητα
8 ρυπαρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schifo schifosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schifiltosamente (επίρ.)
schifiltosità (θηλ.ουσ)
schifiltoso (ουσ αρσ )
schifiltoso (επίθ.)
schifo (ουσ αρσ )
schifosaggine (θηλ.ουσ)
schifosamente (επίρ.)
schifoso (επίθ.)
schiniere (ουσ αρσ )
schino (ουσ αρσ )
schioccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
schioccata (θηλ.ουσ)
schiocco (ουσ αρσ )
schiodare (ρ. μτβ.)
schiodatura (θηλ.ουσ)
schiomare (ρ. μτβ.)
schioppettata (θηλ.ουσ)
schioppo (ουσ αρσ )
schistosoma (ουσ αρσ )
schistosomiasi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---