Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schiettézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skjetˈtettsa]

1 ευθύτητα
2 ντομπροσύνη
3 ειλικρίνεια
4 ανυποκρισία
5 εγκαρδιότητα
6 φυσικότητα
7 απλότητα
8 φιλαλήθεια
9 ανυποκρισία
10 αγνότητα
11 εντιμότητα
12 γνησιότητα
13 αγαθότητα
14 παρρησία
15 απροκαταληψία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schiettamente schietto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schiera (θηλ.ουσ)
schieramento (ουσ αρσ )
schierare (ρ. μτβ.)
schierarsi (ρ.μ. (αντων.))
schiettamente (επίρ.)
schiettezza (θηλ.ουσ)
schietto (επίθ.)
schifare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
schifarsi (ρ.μ. (αντων.))
schifato (επίθ.)
schifezza (θηλ.ουσ)
schifiltà (θηλ.ουσ)
schifiltosamente (επίρ.)
schifiltosità (θηλ.ουσ)
schifiltoso (ουσ αρσ )
schifiltoso (επίθ.)
schifo (ουσ αρσ )
schifosaggine (θηλ.ουσ)
schifosamente (επίρ.)
schifoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---