Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schieraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skjeraˈmento]

1 διάταξη στρατευμάτων
2 μέτωπο
3 σχηματισμός
4 παράταξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schiera schierare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schidione (ουσ αρσ )
schiena (θηλ.ουσ)
schienale (ουσ αρσ )
schienata (θηλ.ουσ)
schiera (θηλ.ουσ)
schieramento (ουσ αρσ )
schierare (ρ. μτβ.)
schierarsi (ρ.μ. (αντων.))
schiettamente (επίρ.)
schiettezza (θηλ.ουσ)
schietto (επίθ.)
schifare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
schifarsi (ρ.μ. (αντων.))
schifato (επίθ.)
schifezza (θηλ.ουσ)
schifiltà (θηλ.ουσ)
schifiltosamente (επίρ.)
schifiltosità (θηλ.ουσ)
schifiltoso (ουσ αρσ )
schifiltoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---