Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschienàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skjeˈnata] 1 πτώση (στην πάλη) 2 χτύπημα στην πλάτη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |