Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schiavìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skjaˈvina]

1 χοντρή κουβέρτα
2 βελέντζα
3 μανδύας οδοιπόρου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schiattare schiavismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schiarire (ρ. μτβ.)
schiarirsi (ρ.μ. (αντων.))
schiarita (θηλ.ουσ)
schiatta (θηλ.ουσ)
schiattare (ρ.αμτβ.)
schiavina (θηλ.ουσ)
schiavismo (ουσ αρσ )
schiavista (ουσ αρσ και θηλ.)
schiavista (επίθ.)
schiavistico (επίθ.)
schiavitù (θηλ.ουσ)
schiavo (επίθ.)
schiavone (αρσ. επίθ και ουσ)
schiccherare (ρ.αμτβ.)
schiccherare (ρ. μτβ.)
schiccheratura (θηλ.ουσ)
schiccherone (αρσ. επίθ και ουσ)
schidionare (ρ. μτβ.)
schidionata (θηλ.ουσ)
schidione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---