Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schiantàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skjanˈtare]

1 πεθαίνω
2 ξεσπώ

schiantàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skjanˈtare]

1 σκίζω
2 διαχωρίζω
3 σπάζω
4 θραύω

schiantarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skjanˈtarsi]

συγκρούομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schiamazzo schianto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schiaffo (ουσ αρσ )
schiamazzare (ρ.αμτβ.)
schiamazzatore (ουσ αρσ )
schiamazzio (ουσ αρσ )
schiamazzo (ουσ αρσ )
schiantare (ρ.αμτβ.)
schiantare (ρ. μτβ.)
schiantarsi (ρ.μ. (αντων.))
schianto (ουσ αρσ )
schiappa (θηλ.ουσ)
schiarimento (ουσ αρσ )
schiarire (ρ.αμτβ.)
schiarire (ρ. μτβ.)
schiarirsi (ρ.μ. (αντων.))
schiarita (θηλ.ουσ)
schiatta (θηλ.ουσ)
schiattare (ρ.αμτβ.)
schiavina (θηλ.ουσ)
schiavismo (ουσ αρσ )
schiavista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---