Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschiamazzatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skjamattsaˈtore] 1 παλικαράς 2 ταραξίας 3 φωνακλάς 4 θορυβοποιός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |