Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schiaffeggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skjaffedˈʤare]

1 σκαμπιλίζω
2 σκάω μπάτσο
3 ρίχνω σφαλιάρα
4 ραπίζω
5 χαστουκίζω
6 κολαφίζω
7 μπατσίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schiaffarsi schiaffeggiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schiacciata (θηλ.ουσ)
schiacciato (επίθ.)
schiacciatura (θηλ.ουσ)
schiaffare (ρ. μτβ.)
schiaffarsi (ρ.μ. (αντων.))
schiaffeggiare (ρ. μτβ.)
schiaffeggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
schiaffo (ουσ αρσ )
schiamazzare (ρ.αμτβ.)
schiamazzatore (ουσ αρσ )
schiamazzio (ουσ αρσ )
schiamazzo (ουσ αρσ )
schiantare (ρ.αμτβ.)
schiantare (ρ. μτβ.)
schiantarsi (ρ.μ. (αντων.))
schianto (ουσ αρσ )
schiappa (θηλ.ουσ)
schiarimento (ουσ αρσ )
schiarire (ρ.αμτβ.)
schiarire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---