Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schiacciàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skjatˈʧata]

1 ζούπισμα
2 θλίψη
3 ζούλημα
4 ζούληγμα
5 λιώσιμο
6 ζούλισμα
7 σφίξιμο
8 σύνθλιψη
9 πάτημα
10 καργάρισμα
11 συμπίεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schiacciasassi schiacciato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schiacciante (επίθ.)
schiacciapatate (ουσ αρσ )
schiacciare (ρ. μτβ.)
schiacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
schiacciasassi (ουσ αρσ και θηλ.)
schiacciata (θηλ.ουσ)
schiacciato (επίθ.)
schiacciatura (θηλ.ουσ)
schiaffare (ρ. μτβ.)
schiaffarsi (ρ.μ. (αντων.))
schiaffeggiare (ρ. μτβ.)
schiaffeggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
schiaffo (ουσ αρσ )
schiamazzare (ρ.αμτβ.)
schiamazzatore (ουσ αρσ )
schiamazzio (ουσ αρσ )
schiamazzo (ουσ αρσ )
schiantare (ρ.αμτβ.)
schiantare (ρ. μτβ.)
schiantarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---