Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schiacciasàssi  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,skjatʧaˈsassi]

οδοστρωτήρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schiacciarsi schiacciata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schiaccianoci (ουσ αρσ )
schiacciante (επίθ.)
schiacciapatate (ουσ αρσ )
schiacciare (ρ. μτβ.)
schiacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
schiacciasassi (ουσ αρσ και θηλ.)
schiacciata (θηλ.ουσ)
schiacciato (επίθ.)
schiacciatura (θηλ.ουσ)
schiaffare (ρ. μτβ.)
schiaffarsi (ρ.μ. (αντων.))
schiaffeggiare (ρ. μτβ.)
schiaffeggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
schiaffo (ουσ αρσ )
schiamazzare (ρ.αμτβ.)
schiamazzatore (ουσ αρσ )
schiamazzio (ουσ αρσ )
schiamazzo (ουσ αρσ )
schiantare (ρ.αμτβ.)
schiantare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---