Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schiaffàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skjafˈfare]

1 εκτοξεύω
2 σφεντονίζω
3 τινάζω
4 πετώ
5 ρίχνω

schiaffarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skjafˈfarsi]

1 ρίχνομαι
2 πέφτω
3 πετάγομαι
4 τινάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schiacciatura schiaffeggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schiacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
schiacciasassi (ουσ αρσ και θηλ.)
schiacciata (θηλ.ουσ)
schiacciato (επίθ.)
schiacciatura (θηλ.ουσ)
schiaffare (ρ. μτβ.)
schiaffarsi (ρ.μ. (αντων.))
schiaffeggiare (ρ. μτβ.)
schiaffeggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
schiaffo (ουσ αρσ )
schiamazzare (ρ.αμτβ.)
schiamazzatore (ουσ αρσ )
schiamazzio (ουσ αρσ )
schiamazzo (ουσ αρσ )
schiantare (ρ.αμτβ.)
schiantare (ρ. μτβ.)
schiantarsi (ρ.μ. (αντων.))
schianto (ουσ αρσ )
schiappa (θηλ.ουσ)
schiarimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---