Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschermitóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skermiˈtore] 1 αθλητής ξιφασκίας 2 ξιφομάχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |