Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschernitóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skerniˈtore] 1 χλευαστής 2 σαρκαστής 3 μώμος 4 προπηλακιστής 5 μυκτηριστής 6 σαρκαστής 7 γελαστής 8 είρωνας schernitóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skerniˈtore] 1 περιπαιχτικός 2 ειρωνικός 3 χλευαστικός 4 κοροὶδευτικός 5 σκωπτικός 6 περιγελαστικός 7 απατηλός 8 εμπαικτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |