Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scherzàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skerˈtsare]

αστειεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scherno scherzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schernevole (αρσ. επίθ και ουσ)
schernire (ρ. μτβ.)
schernitore (ουσ αρσ )
schernitore (επίθ.)
scherno (ουσ αρσ )
scherzare (ρ.αμτβ.)
scherzo (ουσ αρσ )
scherzosamente (επίρ.)
scherzoso (επίθ.)
schettinaggio (ουσ αρσ )
schettinare (ρ.αμτβ.)
schettinatore (ουσ αρσ )
schettino (ουσ αρσ )
schiacciaforaggi (ουσ αρσ )
schiacciamento (ουσ αρσ )
schiaccianoci (ουσ αρσ )
schiacciante (επίθ.)
schiacciapatate (ουσ αρσ )
schiacciare (ρ. μτβ.)
schiacciarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---