Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scherzosaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [skertsosaˈmente]

1 στην πλάκα
2 παιχνιδιάρικα
3 με καλαμπούρια
4 όχι σοβαρά
5 αστεία
6 με αστεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scherzo scherzoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schernitore (ουσ αρσ )
schernitore (επίθ.)
scherno (ουσ αρσ )
scherzare (ρ.αμτβ.)
scherzo (ουσ αρσ )
scherzosamente (επίρ.)
scherzoso (επίθ.)
schettinaggio (ουσ αρσ )
schettinare (ρ.αμτβ.)
schettinatore (ουσ αρσ )
schettino (ουσ αρσ )
schiacciaforaggi (ουσ αρσ )
schiacciamento (ουσ αρσ )
schiaccianoci (ουσ αρσ )
schiacciante (επίθ.)
schiacciapatate (ουσ αρσ )
schiacciare (ρ. μτβ.)
schiacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
schiacciasassi (ουσ αρσ και θηλ.)
schiacciata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---