Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schèttino  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɛttino]

1 τροχοπέδιλο
2 πατίνι με ρόδες για τα πόδια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schettinatore schiacciaforaggi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scherzosamente (επίρ.)
scherzoso (επίθ.)
schettinaggio (ουσ αρσ )
schettinare (ρ.αμτβ.)
schettinatore (ουσ αρσ )
schettino (ουσ αρσ )
schiacciaforaggi (ουσ αρσ )
schiacciamento (ουσ αρσ )
schiaccianoci (ουσ αρσ )
schiacciante (επίθ.)
schiacciapatate (ουσ αρσ )
schiacciare (ρ. μτβ.)
schiacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
schiacciasassi (ουσ αρσ και θηλ.)
schiacciata (θηλ.ουσ)
schiacciato (επίθ.)
schiacciatura (θηλ.ουσ)
schiaffare (ρ. μτβ.)
schiaffarsi (ρ.μ. (αντων.))
schiaffeggiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---