Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scherzóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skerˈtsoso], [skerˈtsozo]

1 παιχνιδιάρης
2 καλαμπουρτζής
3 φιλοπαίγμων
4 αστείος
5 ευθυμολόγος
6 διασκεδαστικός
7 ευφυολόγος
8 ευτράπελος
9 αστειολόγος
10 παιχνιδιάρικος
11 χιουμοριστικός
12 φαιδρός
13 χαρούμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scherzosamente schettinaggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schernitore (επίθ.)
scherno (ουσ αρσ )
scherzare (ρ.αμτβ.)
scherzo (ουσ αρσ )
scherzosamente (επίρ.)
scherzoso (επίθ.)
schettinaggio (ουσ αρσ )
schettinare (ρ.αμτβ.)
schettinatore (ουσ αρσ )
schettino (ουσ αρσ )
schiacciaforaggi (ουσ αρσ )
schiacciamento (ουσ αρσ )
schiaccianoci (ουσ αρσ )
schiacciante (επίθ.)
schiacciapatate (ουσ αρσ )
schiacciare (ρ. μτβ.)
schiacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
schiacciasassi (ουσ αρσ και θηλ.)
schiacciata (θηλ.ουσ)
schiacciato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---