Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schermografàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skermograˈfare]

ακτινογραφώ με ακτίνες Χ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  schermo schermografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schermire (ρ. μτβ.)
schermirsi (ρ. μ. αμτβ.)
schermistico (επίθ.)
schermitore (ουσ αρσ )
schermo (ουσ αρσ )
schermografare (ρ. μτβ.)
schermografia (θηλ.ουσ)
schermografico (επίθ.)
schernevole (αρσ. επίθ και ουσ)
schernire (ρ. μτβ.)
schernitore (ουσ αρσ )
schernitore (επίθ.)
scherno (ουσ αρσ )
scherzare (ρ.αμτβ.)
scherzo (ουσ αρσ )
scherzosamente (επίρ.)
scherzoso (επίθ.)
schettinaggio (ουσ αρσ )
schettinare (ρ.αμτβ.)
schettinatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---