Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschermìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [skerˈmire] κάνω ξιφασκία schermìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skerˈmire] προστατεύω schermìrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [skerˈmirsi] 1 αποκρούω χτύπημα 2 υπερασπίζομαι 3 αμύνομαι 4 αποφεύγω κίνδυνο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |