Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόschermatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skermaˈtura] 1 θώρακας προστασίας ξιφασκίας 2 θωράκιση προστασίας (καλωδίου κλπ) 3 προπέτασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |