Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


schérma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskerma]

η ξιφασκία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scherano schermaggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

schematico (επίθ.)
schematismo (ουσ αρσ )
schematizzare (ρ. μτβ.)
schematizzazione (θηλ.ουσ)
scherano (αρσ. επίθ και ουσ)
scherma (θηλ.ουσ)
schermaggio (ουσ αρσ )
schermaglia (θηλ.ουσ)
schermare (ρ. μτβ.)
schermatura (θηλ.ουσ)
schermire (ρ.αμτβ.)
schermire (ρ. μτβ.)
schermirsi (ρ. μ. αμτβ.)
schermistico (επίθ.)
schermitore (ουσ αρσ )
schermo (ουσ αρσ )
schermografare (ρ. μτβ.)
schermografia (θηλ.ουσ)
schermografico (επίθ.)
schernevole (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---