Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

peristìlio (ουσ αρσ ) perlustratóre (αρσ. επίθ και ουσ)
peritàle (επίθ.) perlustrazióne (θηλ.ουσ)
peritàrsi (ρ. μ. αμτβ.) permalosità (θηλ.ουσ)
perìto (ουσ αρσ ) permalóso (ουσ αρσ )
perìto (επίθ.) permalóso (επίθ.)
peritoneàle (επίθ.) permanènte (θηλ.ουσ)
peritonèo (ουσ αρσ ) permanènte (επίθ.)
peritonìte (θηλ.ουσ) permanenteménte (επίρ.)
perìttero (επίθ.) permanènza (θηλ.ουσ)
peritùro (επίθ.) permanére (ρ.αμτβ.)
perìzia (θηλ.ουσ) permanganàto (ουσ αρσ )
periziàre (ρ. μτβ.) permeàbile (επίθ.)
periziatóre (ουσ αρσ ) permeabilità (θηλ.ουσ)
perizòma (ουσ αρσ ) permeànza (θηλ.ουσ)
pèrla (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) permeàre (ρ. μτβ.)
perlàceo (επίθ.) permeàsi (θηλ.ουσ)
perlàio (ουσ αρσ ) permeazióne (θηλ.ουσ)
perlàto (επίθ.) permésso (αρσ. επίθ και ουσ)
perlìfero (επίθ.) perméttere (ρ. μτβ.)
perlìna (θηλ.ουσ) permettersi (ρ.μ. (αντων.))
perlinàto (αρσ. επίθ και ουσ) permiàno (ουσ αρσ )
perlìte (θηλ.ουσ) permiàno (επίθ.)
perloméno (επίρ.) pèrmico (ουσ αρσ )
perlopiù (επίρ.) pèrmico (επίθ.)
perlustràre (ρ. μτβ.) permissìbile (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: