Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sàtira (θηλ.ουσ) saturnìno (επίθ.)
satireggiàre (ρ.αμτβ.) saturnìsmo (ουσ αρσ )
satireggiàre (ρ. μτβ.) satùrno (ουσ αρσ )
satirésco (επίθ.) sàturo (επίθ.)
satirìasi (θηλ.ουσ) saudìta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
satiricaménte (επίρ.) sàuna (θηλ.ουσ)
satìrico (επίθ.) sàuri (ουσ αρσ πληθ.)
satirióne (ουσ αρσ ) sàuro (ουσ αρσ )
sàtiro (ουσ αρσ ) sàuro (επίθ.)
satìvo (επίθ.) sauveterriàno (αρσ. επίθ και ουσ)
satollàre (ρ. μτβ.) savàna (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
satollàrsi (ρ. μ. αμτβ.) savarin (ουσ αρσ )
satóllo (επίθ.) saviaménte (επίρ.)
satrapìa (θηλ.ουσ) saviézza (θηλ.ουσ)
sàtrapo (ουσ αρσ ) sàvio (ουσ αρσ )
saturàbile (επίθ.) sàvio (επίθ.)
saturabilità (θηλ.ουσ) Savòia (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
saturàre (ρ. μτβ.) savoiàrdo (ουσ αρσ )
saturarsi (ρ.μ. (αντων.)) savoiàrdo (επίθ.)
saturatóre (ουσ αρσ ) savoir–faire (ουσ αρσ )
saturazióne (θηλ.ουσ) savonaròla (θηλ.ουσ)
saturèia (θηλ.ουσ) sax (ουσ αρσ )
saturnàle (επίθ.) saziàbile (επίθ.)
saturnali (ουσ αρσ πληθ.) saziabilità (θηλ.ουσ)
saturniàno (αρσ. επίθ και ουσ) saziàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: