Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ιταλοελληνικό›sàuri

ItalianoGreco

Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό

sàuri  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [ˈsawri]

σαυροειδή


permalink
‹ sauna
sauro ›



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saturnismo (ουσ αρσ )
saturno (ουσ αρσ )
saturo (επίθ.)
saudita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sauna (θηλ.ουσ)
sauri (ουσ αρσ πληθ.)
sauro (ουσ αρσ )
sauro (επίθ.)
sauveterriano (αρσ. επίθ και ουσ)
savana (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
savarin (ουσ αρσ )
saviamente (επίρ.)
saviezza (θηλ.ουσ)
savio (ουσ αρσ )
savio (επίθ.)
Savoia (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
savoiardo (ουσ αρσ )
savoiardo (επίθ.)
savoir–faire (ουσ αρσ )
savonarola (θηλ.ουσ)


---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti