Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsàturo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsaturo] 1 υπερπλήρης 2 κορεσμένος 3 χορτασμένος 4 πλήρης 5 ξέχειλος 6 γεμάτος 7 μπουκωμένος 8 υπερπληρωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |