Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsauveterriàno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [soveterˈrjano] 1 τσιγαρισμένος 2 σοταρισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |