Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Savòia  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [saˈvɔja]

Σαβοΐα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  savio savoiardo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

savarin (ουσ αρσ )
saviamente (επίρ.)
saviezza (θηλ.ουσ)
savio (ουσ αρσ )
savio (επίθ.)
Savoia (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
savoiardo (ουσ αρσ )
savoiardo (επίθ.)
savoir–faire (ουσ αρσ )
savonarola (θηλ.ουσ)
sax (ουσ αρσ )
saziabile (επίθ.)
saziabilità (θηλ.ουσ)
saziare (ρ. μτβ.)
sazietà (θηλ.ουσ)
sazio (επίθ.)
sbaccellare (ρ. μτβ.)
sbacchettare (ρ. μτβ.)
sbacchettata (θηλ.ουσ)
sbaciucchiamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---