Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saziàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [satˈtsjabile]

1 που μπορεί να χορτάσει
2 που μπορεί να κορεστεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sax saziabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

savoiardo (ουσ αρσ )
savoiardo (επίθ.)
savoir–faire (ουσ αρσ )
savonarola (θηλ.ουσ)
sax (ουσ αρσ )
saziabile (επίθ.)
saziabilità (θηλ.ουσ)
saziare (ρ. μτβ.)
sazietà (θηλ.ουσ)
sazio (επίθ.)
sbaccellare (ρ. μτβ.)
sbacchettare (ρ. μτβ.)
sbacchettata (θηλ.ουσ)
sbaciucchiamento (ουσ αρσ )
sbaciucchiare (ρ. μτβ.)
sbadataggine (θηλ.ουσ)
sbadatamente (επίρ.)
sbadato (ουσ αρσ )
sbadato (επίθ.)
sbadigliamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---