Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbadatàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zbadaˈtadʤine]

1 αμεριμνησία
2 απραγμοσύνη
3 αφηρημάδα
4 ολιγωρία
5 αμέλεια
6 οχαδερφισμός
7 αναισθησία
8 αδιαφορία
9 παραδρομή
10 αβλεψία
11 απάθεια
12 απροσεξία
13 αφροντισιά
14 ασυνέπεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbaciucchiare sbadatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbaccellare (ρ. μτβ.)
sbacchettare (ρ. μτβ.)
sbacchettata (θηλ.ουσ)
sbaciucchiamento (ουσ αρσ )
sbaciucchiare (ρ. μτβ.)
sbadataggine (θηλ.ουσ)
sbadatamente (επίρ.)
sbadato (ουσ αρσ )
sbadato (επίθ.)
sbadigliamento (ουσ αρσ )
sbadigliare (ρ.αμτβ.)
sbadiglio (ουσ αρσ )
sbafare (ρ. μτβ.)
sbafata (θηλ.ουσ)
sbafatore (ουσ αρσ )
sbaffare (ρ. μτβ.)
sbaffo (ουσ αρσ )
sbafo (ουσ αρσ )
sbagliare (ρ.αμτβ.)
sbagliare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---