Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbagliàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbaʎˈʎare]

σφάλλω, λαθεύω, κάνω λάθος, πέφτω έξω

sbagliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbaʎˈʎare]

1 χάνω τον στόχο
2 στραβοπατώ
3 περνώ κάποιον για κάποιον άλλο
4 φαλτσάρω
5 αστοχώ

sbagliàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbaʎˈʎarsi]

1 εξαπατούμαι
2 κρίνω εσφαλμένα
3 γελιέμαι
4 πλανιέμαι
5 πέφτω έξω
6 ολισθαίνω
7 ξαστοχώ
8 πλανώμαι
9 λαθεύω
10 αυταπατώμαι
11 κάνω λάθος
12 ξεγελιέμαι
13 σφάλλω
14 απατώμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbafo sbagliato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbafata (θηλ.ουσ)
sbafatore (ουσ αρσ )
sbaffare (ρ. μτβ.)
sbaffo (ουσ αρσ )
sbafo (ουσ αρσ )
sbagliare (ρ.αμτβ.)
sbagliare (ρ. μτβ.)
sbagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbagliato (επίθ.)
sbaglio (ουσ αρσ )
sbalestramento (ουσ αρσ )
sbalestrare (ρ.αμτβ.)
sbalestrare (ρ. μτβ.)
sbalestrato (αρσ. επίθ και ουσ)
sballare (ρ.αμτβ.)
sballare (ρ. μτβ.)
sballato (ουσ αρσ )
sballatura (θηλ.ουσ)
sballo (ουσ αρσ )
sballone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---