Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbalestràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbalesˈtrare]

1 παρεκβαίνω
2 βγαίνω εκτός θέματος
3 περιπλανιέμαι
4 περιπλανώμαι
5 απομακρύνομαι από το θέμα
6 περιφέρομαι ασκόπως

sbalestràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbalesˈtrare]

1 ξαποστέλνω
2 εκτινάσσω
3 μεταθέτω δυσμενώς
4 στέλνω κάποιον με δυσμενή μετάθεση μακριά
5 εκσφενδονίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbalestramento sbalestrato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbagliare (ρ. μτβ.)
sbagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbagliato (επίθ.)
sbaglio (ουσ αρσ )
sbalestramento (ουσ αρσ )
sbalestrare (ρ.αμτβ.)
sbalestrare (ρ. μτβ.)
sbalestrato (αρσ. επίθ και ουσ)
sballare (ρ.αμτβ.)
sballare (ρ. μτβ.)
sballato (ουσ αρσ )
sballatura (θηλ.ουσ)
sballo (ουσ αρσ )
sballone (ουσ αρσ )
sballottamento (ουσ αρσ )
sballottare (ρ. μτβ.)
sballottarsi (ρ.μ. (αντων.))
sballottio (ουσ αρσ )
sbalordimento (ουσ αρσ )
sbalordire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---