Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sballottàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zballotˈtare]

1 δονώ
2 ρίχνω
3 κλοτσώ
4 πετώ
5 κλυδωνίζω
6 σφαδάζω
7 παραδέρνω
8 σπρώχνω
9 προχωρώ με τινάγματα
10 αναπηδώ
11 τινάζω
12 ξετινάζω

sballottarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zballotˈtarsi]

1 κλυδωνίζομαι
2 πέφτω
3 σφαδάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sballottamento sballottio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sballato (ουσ αρσ )
sballatura (θηλ.ουσ)
sballo (ουσ αρσ )
sballone (ουσ αρσ )
sballottamento (ουσ αρσ )
sballottare (ρ. μτβ.)
sballottarsi (ρ.μ. (αντων.))
sballottio (ουσ αρσ )
sbalordimento (ουσ αρσ )
sbalordire (ρ.αμτβ.)
sbalordire (ρ. μτβ.)
sbalorditaggine (θηλ.ουσ)
sbalorditivo (επίθ.)
sbalordito (αρσ. επίθ και ουσ)
sbalzare (ρ.αμτβ.)
sbalzare (ρ. μτβ.)
sbalzato (επίθ.)
sbalzatore (ουσ αρσ )
sbalzellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbalzelloni (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---