ItalianoGreco


sbalorditàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zbalordiˈtadʤine]

1 ανία
2 ηλιθιότητα
3 χαζομάρα
4 βλακεία
5 πεζότητα
6 αναισθησία
7 μουντάδα
8 ανοησία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---