Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbalorditàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zbalordiˈtadʤine]

1 ανία
2 ηλιθιότητα
3 χαζομάρα
4 βλακεία
5 πεζότητα
6 αναισθησία
7 μουντάδα
8 ανοησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbalordire sbalorditivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sballottarsi (ρ.μ. (αντων.))
sballottio (ουσ αρσ )
sbalordimento (ουσ αρσ )
sbalordire (ρ.αμτβ.)
sbalordire (ρ. μτβ.)
sbalorditaggine (θηλ.ουσ)
sbalorditivo (επίθ.)
sbalordito (αρσ. επίθ και ουσ)
sbalzare (ρ.αμτβ.)
sbalzare (ρ. μτβ.)
sbalzato (επίθ.)
sbalzatore (ουσ αρσ )
sbalzellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbalzelloni (επίρ.)
sbalzo (ουσ αρσ )
sbancamento (ουσ αρσ )
sbancare (ρ.αμτβ.)
sbancare (ρ. μτβ.)
sbancarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbandamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---